- φυγή
- η, ΝΜΑ1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φεύγω, αναχώρηση, αποχώρηση, φευγάλα, φευγιό2. (ειδικά) α) εσπευσμένη ή κρυφή απομάκρυνσηβ) άτακτη υποχώρηση κατά τη μάχη (α. «τράπηκαν σε φυγή» β. «εἰς φυγὴν ὁρμώμενοι», Ευρ.)γ) καταφυγή σε ξένη χώρα («νῡν μὲν δικάζεις ἐκ πόλεως φυγὴν ἐμοί», Αισχύλ.)νεοελλ.1. μουσ. η φούγκα2. φρ. «σημείο φυγής»μαθημ. σημείο στο οποίο συγκλίνουν οι προοπτικές σε σχήμα ριπιδίουαρχ.1. (με γεν.) απαλλαγή από κάτι («γάμου δύσφρονος φυγᾷ», Αισχύλ.)2. (με περιλπτ. σημ.) οι φυγάδες, οι εξόριστοι («δεξάμενοι τὴν φυγήν», Αριστειδ.)3. καταφύγιο, άσυλο4. (η δοτ. ως επίρρ.) φυγῇμε βιασύνη, εσπευσμένα5. φρ. «ἐν ταῑς φυγαῖς» — δήλωνε την καταφυγή στην Αθήνα όσων κατοικούσαν στα περίχωρά της κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φυγ-ή έχει σχηματιστεί από το ριζικό όν. φύξ*, φυγός με κατάλ. -η / -ᾱ (πρβλ. πτυχ-ή*: πτύξ, φρίκ-η: φρίξ)].
Dictionary of Greek. 2013.